- παλιναυτόμολος
- πᾰλῐν-αυτόμολος, ὁ,A deserting back again, double deserter, X.HG7.3.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλιναυτόμολος — παλιναυτόμολος, ὁ (Α) άτομο που αυτομόλησε στους εχθρούς και επανήλθε εκ νέου στους οικείους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αὐτόμολος] … Dictionary of Greek
παλιναυτομόλοις — παλιναυτόμολος deserting back again masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek